ρυτήρας

ρυτήρας
ο / ῥυτήρ, -ῆρος, ΝΑ
1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» — ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.)
2. το χαλινάρι
3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν»
(για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα εμπόδιο
αρχ.
1. λουρί χρησιμοποιούμενο για μαστίγωση, μαστίγιο
2. στον πληθ. οἱ ρυτῆρες
τα λουριά με τα οποία δένουν και ζεύουν τα άλογα στην άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. ταριχευ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥυτῆρας — ῥῡτῆρας , ῥυτήρ one who draws masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”